- καταπνέω
- καταπνέω και επικ. τ. καταπνείω (Α)1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω2. (για ανέμους) α) φυσώβ) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.)4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω5. παθ. α) (για τόπους) είμαι εκτεθειμένος στον άνεμοβ) αναρριπίζομαι («φλὸξ καταπνεομένη», Πλούτ.)6. (ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ καταπνεόμενατα πνευστά μουσικά όργανα, αλλ. εμπνεόμενα ή εμφυσώμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πνέω «φυσώ»].
Dictionary of Greek. 2013.